péloponnésien
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | péloponnésien | péloponnésiens |
θηλυκό | péloponnésienne | péloponnésiennes |
Επίθετο[επεξεργασία]
péloponnésien (fr)