périodicité
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]périodicité < périodique + -ité
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
périodicité | périodicités |
périodicité (fr) θηλυκό
périodicité < périodique + -ité
ενικός | πληθυντικός |
périodicité | périodicités |
périodicité (fr) θηλυκό