płotek
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
płotek (pl) αρσενικό
- υποκοριστικό του płot
- (αθλητισμός) το εμπόδιο (στα αγωνίσματα δρόμου)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
płotek (pl)
- γενική πληθυντικού του płotka