płotek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpwɔtɛk/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

płotek (pl) αρσενικό

  1. υποκοριστικό του płot
  2. (αθλητισμός) το εμπόδιο (στα αγωνίσματα δρόμου)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

płotek (pl)