Μετάβαση στο περιεχόμενο

packed

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός packed
συγκριτικός more packed
υπερθετικός most packed

packed (en)

  1. γεμάτος, φίσκα, τίγκα, που είναι υπερβολικά γεμάτο κόσμο
    παράδειγμα  The room as packed with people.
    Η αίθουσα ήταν γεμάτη κόσμο.
    παράδειγμα  I went to the club on Friday and it was packed.
    Πήγα στο κλαμπ την Παρασκευή και ήταν φίσκα.
    παράδειγμα  The bus was packed.
    Το λεωφορείο ήταν τίγκα.
  2. γεμάτος, συμπιεσμένος, που έχει πολλά πράγματα
    παράδειγμα  The shelves are packed with books.
    Τα ράφια είναι γεμάτα με βιβλία.
    παράδειγμα  I can’t see you this week, my schedule is very packed.
    Δεν μπορώ να σε δω αυτή την εβδομάδα, το πρόγραμμά μου είναι πολύ συμπιεσμένο.
    παράδειγμα  Every proverb is packed with age-old wisdom.
    Σε κάθε παροιμία συμπυκνώνεται πολύχρονη σοφία.
  3. στοιβαχτός, στοιβαγμένος, στριμωγμένος, στριμωχτός
    παράδειγμα  We traveled packed together.
    Ταξιδέψαμε στοιβαχτοί.
    παράδειγμα  We were packed like sardines.
    Ήμασταν στριμωγμένοι σα σαρδέλες.
    παράδειγμα  thousands of refugees packed onto the dock - χιλιάδες οι πρόσφυγες στριμωγμένοι στις προκυμαίες
  4. (όχι πριν από το ουσιαστικό, ανεπίσημο) πακεταρισμένος, που έχει πακεταριστεί σε θήκες, κουτιά κτλ. πριν πάω κάπου
    παράδειγμα  My bags are packed and I’m ready to go.
    Οι βαλίτσες μου είναι πακεταρισμένες και είμαι έτοιμος να φύγει.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

packed (en)