Μετάβαση στο περιεχόμενο

pagina

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pagina < λατινική pagina

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pagina pagine

pagina (it)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pagina (la)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pagina (nl) θηλυκό