paging
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
paging | pagings |
paging (en)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- paging στην αγγλική Βικιπαίδεια