Μετάβαση στο περιεχόμενο

paire

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
paire paires

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

paire (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη pair

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]