pair
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
pair (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pair | pairs |
pair (fr) αρσενικό
- ο ομότιμος
- (ιστορία, στο φεουδαρχικό σύστημα) άρχοντας που βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο με κάποιον άλλο
- (Γαλλία) (κατά τα συντάγματα του 1814 και του 1830), μέλος της Ανώτατης νομοθετικής Εθνοσυνέλευσης, η οποία λεγόταν Chambre des Pairs
- (παρωχημένο) αυτός που είναι παρόμοιος, ίδιος
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pair | pairs |
θηλυκό | paire | paires |
pair (fr)