paleontologo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- paleontologo < paleontolog- + -o
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paleontologo | paleontologoj |
αιτιατική | paleontologon | paleontologojn |
paleontologo (eo)