palić
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]palić (pl)
- καίω
- palić drewno / papier - καίω ξύλο / χαρτί
- ten samochód pali 7 litrów benzyny na sto kilometrów - αυτό το αμάξι καίει 7 λίτρα στα εκατό χιλιόμετρα
- wódka paliła go w gardło - η βότκα του έκαψε το λαιμό
- ανάβω
- καπνίζω
- nie palę cygar - δεν καπνίζω πούρα