palingénésiaque
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.lɛ̃.ʒe.ne.zjak/
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
palingénésiaque | palingénésiaques |
palingénésiaque (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που αφορά την παλιγγενεσία