Μετάβαση στο περιεχόμενο

παλιγγενεσία

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
Wikipedia logo
Wikipedia logo
Η Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παλιγγενεσία οι παλιγγενεσίες
      γενική της παλιγγενεσίας των παλιγγενεσιών
    αιτιατική την παλιγγενεσία τις παλιγγενεσίες
     κλητική παλιγγενεσία παλιγγενεσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παλιγγενεσία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παλιγγενεσία (αναγέννηση, παλινόρθωση)[1] και λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική palingénésie, αγγλική palingenesy[2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pa.liŋ.ɟe.neˈsi.a/ και /pa.liŋ.ʝe.neˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παλιγγενεσία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παλιγγενεσία θηλυκό

  1. αρχή νέας ζωής, η ανάσταση, η αναγέννηση
      Η παλιγγενεσία αποτελεί εντροπική έκφανση. Το νέο έχει δική του υπόσταση, και σε βάθος γενεών η συσχέτιση με το παρελθόν καθίσταται περισσότερο συναισθηματική παρά θεμελιώδης. (Πολιτικολογίες: Παλιγγενεσία... από τι; kavalanews.gr, 22/03/2024 )
  2. (ειδικότερα, ιστορία) η ανεξαρτησία και απελευθέρωση των Ελλήνων από τον τουρκικό ζυγό και η δημιουργία του ελληνικού κράτους μετά από την Επανάσταση του 1821
     δείτε τον όρο εθνεγερσία

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. παλιγγενεσία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. παλιγγενεσία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παλιγγενεσί αἱ παλιγγενεσίαι
      γενική τῆς παλιγγενεσίᾱς τῶν παλιγγενεσιῶν
      δοτική τῇ παλιγγενεσί ταῖς παλιγγενεσίαις
    αιτιατική τὴν παλιγγενεσίᾱν τὰς παλιγγενεσίᾱς
     κλητική ! παλιγγενεσί παλιγγενεσίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παλιγγενεσί
γεν-δοτ τοῖν  παλιγγενεσίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παλιγγενεσία < παλιγ- + γένεσ(ις) + -ία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παλιγγενεσία, -ας θηλυκό