παλιγγενεσία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παλιγγενεσία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παλιγγενεσία (αναγέννηση, παλινόρθωση)[1] και λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική palingénésie, αγγλική palingenesy[2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.liŋ.ɟe.neˈsi.a/ και /pa.liŋ.ʝe.neˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐λιγ‐γε‐νε‐σί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παλιγγενεσία θηλυκό
- αρχή νέας ζωής, η ανάσταση, η αναγέννηση
- ※ Η παλιγγενεσία αποτελεί εντροπική έκφανση. Το νέο έχει δική του υπόσταση, και σε βάθος γενεών η συσχέτιση με το παρελθόν καθίσταται περισσότερο συναισθηματική παρά θεμελιώδης. (Πολιτικολογίες: Παλιγγενεσία... από τι; kavalanews.gr, 22/03/2024 )
- (ειδικότερα, ιστορία) η ανεξαρτησία και απελευθέρωση των Ελλήνων από τον τουρκικό ζυγό και η δημιουργία του ελληνικού κράτους μετά από την Επανάσταση του 1821
- → δείτε τον όρο εθνεγερσία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παλιγγενεσία
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ παλιγγενεσία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ παλιγγενεσία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | παλιγγενεσίᾱ | αἱ | παλιγγενεσίαι |
| γενική | τῆς | παλιγγενεσίᾱς | τῶν | παλιγγενεσιῶν |
| δοτική | τῇ | παλιγγενεσίᾳ | ταῖς | παλιγγενεσίαις |
| αιτιατική | τὴν | παλιγγενεσίᾱν | τὰς | παλιγγενεσίᾱς |
| κλητική ὦ! | παλιγγενεσίᾱ | παλιγγενεσίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παλιγγενεσίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | παλιγγενεσίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παλιγγενεσία, -ας θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- παλιγγενεσία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παλιγγενεσία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση της ομάδας 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παλιγ- (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -ία (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
