palme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
palme < λατινική palma (φοινικόδεντρο)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
palme palmes

palme (fr) θηλυκό

  1. φύλλο φοινικόδεντρου
  2. το βατραχοπέδιλο