palme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- palme < λατινική palma (φοινικόδεντρο)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
palme | palmes |
palme (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
palme | palmes |
palme (fr) θηλυκό