pang

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pang (en)

  1. οξύς πόνος, σουβλιά
    pang of birth
  2. ψυχική αγωνία, έντονο συναίσθημα
    pang of conscience: τύψη συνείδησης