pantalonnade

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
pantalonnade pantalonnades

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pantalonnade < ιταλική Pantalon (πρόσωπο της ιταλικής κωμωδίας)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pantalonnade (fr) θηλυκό

  1. αρκετά χοντροκομμένη μπουρλέσκ φάρσα
  2. υποκριτική συμπεριφορά