paralelepipedo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- paralelepipedo < paralelepiped- + -o
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paralelepipedo | paralelepipedoj |
αιτιατική | paralelepipedon | paralelepipedojn |
paralelepipedo (eo)