parcours

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /paʁ.kuʁ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
parcours parcourss

parcours (fr) αρσενικό

  1. η διαδρομή
  2. το παρκούρ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αλλόγλωσσα παράγωγα

[επεξεργασία]