Μετάβαση στο περιεχόμενο

particularly

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
particularly < particular + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

particularly (en) (χωρίς παραθετικά)

  • συγκεκριμένα, ιδιαίτερα
      The minister spoke about the economy and referred to, particularly, the problems of its modernization.
    Ο υπουργός μίλησε για την οικονομία και αναφέρθηκε συγκεκριμένα στα προβλήματα του εκσυγχρονισμού της.
      I love Rome, particularly in the spring.
    Αγαπώ τη Ρώμη, ιδιαίτερα την άνοιξη.
     συνώνυμα: especially,  και δείτε τη λέξη specifically