particular
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | particular |
συγκριτικός | more particular |
υπερθετικός | most particular |
Επίθετο[επεξεργασία]
particular (en)
- (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό) συγκεκριμένος, ορισμένος, χρησιμοποιείται για να τονίσει ότι αναφέρεται σε ένα άτομο, πράγμα ή είδος πράγματος και όχι σε άλλα
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) συγκεκριμένος, ιδιαίτερος, ειδικός, μεγαλύτερο από το συνηθισμένο
- ιδιότροπος, σχολαστικός, είμαι πολύ σίγουρος για το τι μου αρέσει και προσέχω τι επιλέγω
- ↪ He’s very particular about his clothes.
- Είναι ιδιότροπος στο θέμα των ρούχων του.
- ↪ She isn’t particular at all, she eats whatever she is given.
- Δεν είναι καθόλου ιδιότροπη, τρώει ό,τι της δώσεις.
- ↪ I am not particular about food.
- Δεν είμαι σχολαστικός στο φαΐ μου.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fastidious
- ↪ He’s very particular about his clothes.
Παράγωγα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- particular - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 261, 383, 830, 861. ISBN 9780194325684., λήμμα: ειδικός, ιδιότροπος, συγκεκριμένος, σχολαστικός