specific
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
specific (en)
- ειδικός, συγκεκριμένος
- ιδιαίτερος
- we inherited a specific civilization - κληρονομήσαμε έναν ιδιαίτερο πολιτισμό