specific
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | specific |
συγκριτικός | more specific |
υπερθετικός | most specific |
Επίθετο[επεξεργασία]
specific (en)
- ειδικός, συγκεκριμένος, ορισμένος, κάτι που συνδέεται με ένα μόνο πράγμα
- ↪ in some specific cases - σε μερικές ειδικές περιπτώσεις
- ↪ specific instructions/specific goals - συγκεκριμένες οδηγίες/συγκεκριμένοι στόχοι
- ↪ The money will be used for a specific purpose.
- Τα χρήματα θα χρησιμοποιηθούν για ένα ειδικό/συγκεκριμένο σκοπό.
- ↪ an expert in a specific field - ένας ειδικός σε έναν ορισμένο τομέα
- ≈ συνώνυμα: certain, concrete, particular και special
- (επίσημο) ειδικός, υπάρχει μόνο σε ένα μέρος ή περιορίζεται σε ένα πράγμα
Παράγωγα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- specific - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 261, 382, 830. ISBN 9780194325684., λήμμα: ειδικός, ιδιαίτερος, συγκεκριμένος