specific

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

specific (en)

  1. ειδικός, συγκεκριμένος
  2. ιδιαίτερος
    we inherited a specific civilization - κληρονομήσαμε έναν ιδιαίτερο πολιτισμό