pasiva
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pasiva | pasivaj |
αιτιατική | pasivan | pasivajn |
pasiva (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pasiva | pasivaj |
αιτιατική | pasivan | pasivajn |
pasiva (eo)