passacaille
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- passacaille < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
passacaille | passacailles |
passacaille (fr) θηλυκό
- στο θέατρο, αργός χορός σε τρεις χρόνους, πολύ στη μόδα στη Γαλλία των 17ου και 18ου αιώνων