pastry
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pastry | pastries |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pastry (en)
- η πάστα
- ↪ a flaky pastry - πάστα σφολιάτα
- ↪ a chocolate pastry - πάτσα σοκολάτα
- ↪ You should eat fewer pastries.
- Πρέπει να τρως λιγότερες πάστες.
Πηγές[επεξεργασία]
- pastry - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 672. ISBN 9780194325684., λήμμα: πάστα