peddle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: paddle
ενεστώτας peddle
γ΄ ενικό ενεστώτα peddles
αόριστος peddled
παθητική μετοχή peddled
ενεργητική μετοχή peddling

peddle (en)

  1. πουλώ πόρτα πόρτα ως πλασιέ ή γυρολόγος πραματευτής
  2. (μεταφορικά) είμαι ενοχλητικός

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • go peddle your papers: μη με ζαλίζεις