peddle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | peddle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | peddles |
αόριστος | peddled |
παθητική μετοχή | peddled |
ενεργητική μετοχή | peddling |
Ρήμα
[επεξεργασία]peddle (en)
- πουλώ πόρτα πόρτα ως πλασιέ ή γυρολόγος πραματευτής
- (μεταφορικά) είμαι ενοχλητικός
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- go peddle your papers: μη με ζαλίζεις