pedipalp
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
pedipalp < λατινική pēs (πόδι, πους) + palpō (αγγίζω απαλά)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pedipalp | pedipalps |
pedipalp (en)
- (εντομολογία) συλληπτήριο άκρο ή εξάρτημα στα έντομα του υποφύλου των Χηληκεράτων (Chelicerata)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- palp (λαϊκότροπο)