pellet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

wood pellets

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pellet (en)

  1. μικρών διαστάσεων κομμάτι από συμπιεσμένο υλικό (ξύλο, πλαστικό κλπ), πέλετ
  2. βλήμα αεροβόλου όπλου ή σκάγι

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Pelletizing στην αγγλόφωνη Βικιπαίδεια