penetrate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | penetrate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | penetrates |
αόριστος | penetrated |
παθητική μετοχή | penetrated |
ενεργητική μετοχή | penetrating |
Ρήμα
[επεξεργασία]penetrate (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) διεισδύω, περνάω από κάτι
- ↪ They penetrated deep into the jungle.
- Διείσδυσαν βαθιά μέσα στη ζούγκλα.
- ↪ The rain penetrated right through my coat.
- Η βροχή πέρασε το πλατό μου.
- ↪ They penetrated deep into the jungle.
- (μεταβατικό) διεισδύω, πετυχαίνω να μπω σε οργάνωση, ειδικά όταν είναι δύσκολο
- ↪ Enemy agents have penetrated our department.
- Πράκτορες του εχθρού έχουν διείσδυσε στην υπηρεσία μας.
- ↪ Enemy agents have penetrated our department.
- (μεταβατικό) διαπερνάω, μπορώ να δω κάτι
- ↪ Our eyes couldn’t penetrate the darkness.
- Τα μάτια μας δεν μπορούσαν να διαπεράσουν το σκοτάδι.
- ↪ Our eyes couldn’t penetrate the darkness.
Πηγές
[επεξεργασία]- penetrate - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 226, 234, 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: διαπερνώ, διεισδύω, περνώ