pente

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɑ̃t/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pente pentes

pente (fr) θηλυκό

  1. η πλαγιά
  2. (κατ' επέκταση) η κατηφόρα