pep
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- η ζωηράδα, η ζωή, η ενέργεια και ο ενθουσιασμός
- ⮡ She had already lost the pep of her youth.
- Είχε πια χάσει τη ζωηράδα της νιότης της.
- ⮡ His presence gave a bit of pep to the house.
- Η παρουσία του έδωσε λίγη ζωή στο σπίτι.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη liveliness
- ⮡ She had already lost the pep of her youth.
Πηγές
[επεξεργασία]- pep (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 357. ISBN 9780194325684., λήμμα: ζωή