pep

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pep (en) (μη μετρήσιμο)

  • η ζωηράδα, η ζωή, η ενέργεια και ο ενθουσιασμός
    ⮡  She had already lost the pep of her youth.
    Είχε πια χάσει τη ζωηράδα της νιότης της.
    ⮡  His presence gave a bit of pep to the house.
    Η παρουσία του έδωσε λίγη ζωή στο σπίτι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη liveliness