percé
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | percé | percés |
θηλυκό | percée | percées |
Επίθετο
[επεξεργασία]percé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | percé | percés |
θηλυκό | percée | percées |
percé (fr)