perceived

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

perceived (en)

  • εκλαμβανόμενος ως σωστός, θεωρούμενος, αντιληπτός ως αληθινός

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

perceived (en)