perdition

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
perdition perditions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

perdition (fr) θηλυκό

  1. η απώλεια, η καταστροφή
  2. ο άμεσος κίνδυνος