perdition
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
perdition | perditions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
perdition (fr) θηλυκό
- η απώλεια, η καταστροφή
- ο άμεσος κίνδυνος
ενικός | πληθυντικός |
perdition | perditions |
perdition (fr) θηλυκό