perfero

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

perfero < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

perfero (la)

  1. μετακομίζω, μεταφέρω
  2. ανέχομαι, υποστηρίζω
  3. οδηγώ ή κάνω κάτι μέχρι τέλους, ολοκληρώνω