perfero
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- perfero < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
perfero (la)
- μετακομίζω, μεταφέρω
- ανέχομαι, υποστηρίζω
- οδηγώ ή κάνω κάτι μέχρι τέλους, ολοκληρώνω