Μετάβαση στο περιεχόμενο

permanence

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
permanence permanences

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

permanence (fr) θηλυκό

  1. η μονιμότητα
  2. η σταθερότητα