permeso
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | permeso | permesoj |
αιτιατική | permeson | permesojn |
permeso (eo)
- η άδεια
- li petis permeson - ζήτησε άδεια