permissif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | permissif | permissifs |
θηλυκό | permissive | permissives |
Επίθετο[επεξεργασία]
permissif (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | permissif | permissifs |
θηλυκό | permissive | permissives |
permissif (fr)