perquisite
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpɜrkwəzɪt/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
perquisite (en)
- (συνήθως στον πληθυντικό) οποιαδήποτε χρηματική ή άλλου είδους απολαβή πέραν του μισθού
- The perquisites of this job include health insurance and a performance bonus.
- το φιλοδώρημα
- προνόμιο ενός συγκεκριμένου ατόμου, ομάδας ή κοινωνικής τάξης
- Private jets and motor yachts are a perquisite of the rich.