persévérance
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pɛʁ.se.ve.ʁɑ̃s/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
persévérance | persévérances |
persévérance (fr) θηλυκό
- η επιμονή
ενικός | πληθυντικός |
persévérance | persévérances |
persévérance (fr) θηλυκό