Μετάβαση στο περιεχόμενο

personal trainer

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
personal trainer personal trainers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
personal trainer <  δείτε τις λέξεις personal και trainer

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

personal trainer (en)

  • (επάγγελμα) ο γυμναστής, ένα άτομο που πληρώνεται από κάποιον για να τον βοηθήσει να γυμναστεί
    παράδειγμα  I am a personal trainer and I will train you!
    Είμαι γυμναστής και θα σε γυμνάσω!