personal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | personal |
συγκριτικός | more personal |
υπερθετικός | most personal |
Επίθετο[επεξεργασία]
personal (en)
- προσωπικός, ιδιαίτερος, το δικό μου, που δεν ανήκει σε κανέναν άλλον
- ↪ personal fortune - προσωπική περιουσία
- ↪ I have my own personal reasons.
- Έχω τους προσωπικούς μου λόγους.
- ↪ He has personal experiences from the war.
- Έχει προσωπικά βιώματα από τον πόλεμο.
- ↪ personal style - προσωπικό ύφος
- ↪ personal matters - ιδιαίτερα ζητήματα
- προσωπικός, που αφορά τις σχέσεις δύο προσώπων
- ↪ He is my personal friend.
- Είναι προσωπικός φίλος μου.
- ↪ He is my personal friend.
- προσωπικός, ιδιωτικός, για την ιδιωτική ζωή ενός ατόμου και όχι για τη δουλειά ή την επίσημη θέση του
- ↪ personal life - προσωπική/ιδιωτική ζωή
- προσωπικός, που γίνεται απευθείας και όχι μέσο τρίτου
- ↪ He had a personal meeting with the minister.
- Είχε προσωπική συνάντηση με τον υπουργό.
- ↪ He had a personal meeting with the minister.
- προσωπικός, ιδιαίτερος, μια δουλειά που γίνεται για ένα συγκεκριμένο άτομο και όχι για μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων ή γενικά ανθρώπων
- ↪ He has his own personal driver/secretary.
- Έχει τον προσωπικό του οδηγό/γραμματέα.
- ↪ personal assistant - ιδιαίτερος βοηθός
- ↪ He has his own personal driver/secretary.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- personal - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 382, 384, 752. ISBN 9780194325684., λήμμα: ιδιαίτερος, ιδιωτικός, προσωπικός
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
personal (ro)
- το προσωπικό