personal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός personal
συγκριτικός more personal
υπερθετικός most personal

Επίθετο[επεξεργασία]

personal (en)

  1. προσωπικός, ιδιαίτερος, το δικό μου, που δεν ανήκει σε κανέναν άλλον
    personal fortune - προσωπική περιουσία
    I have my own personal reasons.
    Έχω τους προσωπικούς μου λόγους.
    He has personal experiences from the war.
    Έχει προσωπικά βιώματα από τον πόλεμο.
    personal style - προσωπικό ύφος
    personal matters - ιδιαίτερα ζητήματα
  2. προσωπικός, που αφορά τις σχέσεις δύο προσώπων
    He is my personal friend.
    Είναι προσωπικός φίλος μου.
  3. προσωπικός, ιδιωτικός, για την ιδιωτική ζωή ενός ατόμου και όχι για τη δουλειά ή την επίσημη θέση του
    personal life - προσωπική/ιδιωτική ζωή
  4. προσωπικός, που γίνεται απευθείας και όχι μέσο τρίτου
    He had a personal meeting with the minister.
    Είχε προσωπική συνάντηση με τον υπουργό.
  5. προσωπικός, ιδιαίτερος, μια δουλειά που γίνεται για ένα συγκεκριμένο άτομο και όχι για μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων ή γενικά ανθρώπων
    He has his own personal driver/secretary.
    Έχει τον προσωπικό του οδηγό/γραμματέα.
    personal assistant - ιδιαίτερος βοηθός

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

personal (ro)