private

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpɹaɪvɪt/ και /ˈpɹaɪvət/
  (ΗΠΑ)

Επίθετο[επεξεργασία]

private (en)

  1. ιδιαίτερος
  2. ιδιωτικός
  3. (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) οντότητα (μεταβλητή, μέθοδος, κλπ.) που έχει ορισθεί μέσα σε κλάση και είναι προσβάσιμη μόνο μέσα από την κλάση
    → δείτε και τις λέξεις public και protected
    δείτε επίσης: member accessibility στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

private (en)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • private στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια