private
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
private (en)
- ιδιαίτερος
- ιδιωτικός
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) οντότητα (μεταβλητή, μέθοδος, κλπ.) που έχει ορισθεί μέσα σε κλάση και είναι προσβάσιμη μόνο μέσα από την κλάση
- → δείτε και τις λέξεις public και protected
- δείτε επίσης: member accessibility στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
private (en)
- ο απλός στρατιώτης, που δεν έχει κάποιον βαθμό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
private στην αγγλική Βικιπαίδεια