protected
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɹəˈtɛktɪd/
Επίθετο[επεξεργασία]
protected (en)
- προστατευμένος
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) οντότητα (μεταβλητή, μέθοδος, κλπ.) που έχει ορισθεί μέσα σε κλάση και είναι προσβάσιμη μόνο από υποκλάση της κλάσης
- → δείτε και τις λέξεις public και private
- δείτε επίσης: member accessibility στην αγγλική Βικιπαίδεια
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
protected (en)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
protected στην αγγλική Βικιπαίδεια