pesticide

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pesticide pesticides

pesticide (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pesticide pesticides

pesticide (fr) αρσενικό

  1. το παρασιτοκτόνο
  2. το φυτοφάρμακο