φυτοφάρμακο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φυτοφάρμακο | τα | φυτοφάρμακα |
γενική | του | φυτοφάρμακου & φυτοφαρμάκου |
των | φυτοφάρμακων & φυτοφαρμάκων |
αιτιατική | το | φυτοφάρμακο | τα | φυτοφάρμακα |
κλητική | φυτοφάρμακο | φυτοφάρμακα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φυτοφάρμακο < (καθαρεύουσα) φυτοφάρμακον < φυτο- + φάρμακο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φυτοφάρμακο ουδέτερο
- (γεωπονία) ουσία που χρησιμοποιείται για την καταπολέμηση ασθενειών των φυτικών οργανισμών προληπτικά ή μετά την προσβολή τους από αυτές
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φυτοφάρμακο