peterman
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
peterman | petermen |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
peterman (en)
- παραβιαστής χρηματοκιβωτίων· κλέφτης με ειδίκευση στο άνοιγμα θησαυροκιβωτίων