phlébotomie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fle.bɔ.tɔ.mi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
phlébotomie | phlébotomies |
phlébotomie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
phlébotomie | phlébotomies |
phlébotomie (fr) θηλυκό