pimple

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pimple pimples

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pimple (en)

  • το σπυρί
    He popped a bad pimple.
    Έβγαλε ένα κακό σπυρί.

Πηγές[επεξεργασία]