pimple
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pimple | pimples |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pimple (en)
- το σπυρί
- ↪ He popped a bad pimple.
- Έβγαλε ένα κακό σπυρί.
- ↪ He popped a bad pimple.