pinguino

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pinguino < (άμεσο δάνειο) γαλλική pingouin

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pinguino (it) αρσενικό

  1. (πτηνό) οπιγκουίνος
  2. (γλυκό) είδος παγωτού με βάση τη σοκολάτα, από το χρώμα του μοιάζει με το γνωστό ζώο
  3. τύπος εκπαιδευτικού αεροσκάφους