pirate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pirate (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
pirate (en)
- είμαι πειρατής, πειρατεύω
- καταλαμβάνω ένα πλοίο με πειρατική ενέργεια
- παραβιάζω πνευματικά δικαιώματα
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pirate | pirates |
pirate (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο πειρατής
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- pirate de l'air: αεροπειρατής
- pirate informatique: άτομο που προσπαθεί να παραβιάσει ιστοχώρους ή προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη pirater