Μετάβαση στο περιεχόμενο

piraterie

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
piraterie pirateries

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

piraterie (fr) θηλυκό

  1. η πειρατεία
  2. (μεταφορικά) η παραπλάνηση, η εξαπάτηση

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη pirater